μεγαλοπρεπέστατα

μεγαλοπρεπέστατα
μεγαλοπρεπής
befitting a great man
adverbial superl
μεγαλοπρεπής
befitting a great man
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοπρεπεστάτας — μεγαλοπρεπεστάτᾱς , μεγαλοπρεπής befitting a great man fem acc superl pl μεγαλοπρεπεστάτᾱς , μεγαλοπρεπής befitting a great man fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Γέρασα — Ελληνιστική πόλη και αργότερα ρωμαϊκή, που τα ερείπιά της διασώθηκαν σε άριστη κατάσταση, στη θέση του σημερινού οικισμού Τζαρά της Ioρδανίας. Τα μεγαλοπρεπέστατα οικοδομήματά της χρονολογούνται από τον 2o αι. μ.Χ. και, μεταξύ αυτών, σπουδαιότερο …   Dictionary of Greek

  • Τεπελένι — Κωμόπολη της Αλβανίας, στην αριστερή όχθη του Αώου ποταμού, πατρίδα του Αλή πασά (κάτ. ;). Χτίστηκε στα πρώτα χρόνια του δεσποτάτου της Ηπείρου. Το 1401, σύμφωνα με μαρτυρίες του Πουκεβίλ, κυριεύτηκε από τους Τούρκους. Την εποχή που γεννήθηκε ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”